fbpx

Μάνα, μητέρα, μαμά… (του Γιώργου Μυζάλη)

iRun

Στη ζωή μου ευτύχησα να έχω τρεις μανάδες. Και ευτυχώ ακόμα καθότι ζούνε και οι τρεις (σ.σ. το κείμενο γράφτηκε το 2017, οι δύο από τις τρεις κατοικοεδρεύουν στα ουράνια, πια. Όλες τους, όμως, όπως λέει ο Γιώργος, ιδιοκατοικούν στην καρδιά του)…

Επειδή όμως τα περιθώρια στενεύουν, τα χρόνια περνούν γοργά και η ζωή αλλάζει (δίχως να κοιτάζει τη δικιά σου μελαγχολία – που λέει και ο Σαββόπουλος), νιώθω μια ξαφνική ανάγκη να γράψω για τις τρεις μανάδες μου. Τη Μαρίνα, τη Γιώτα και την Αλέκα.

Η μάνα – Μαρίνα με γέννησε. Μου χάρισε το μεγαλύτερο δώρο δηλαδή: την ίδια τη ζωή. Η Μαρίνα μού “βρήκε δουλειά”, μεταδίδοντάς μου το μικρόβιο της ελληνικής μουσικής, ξεκινώντας από τη μεγάλη της αγάπη για το Γιώργο Νταλάρα. Με έκανε να ερωτευθώ, μέσα από τους δίσκους της και τα λιγοστά της βιβλία, το ελληνικό τραγούδι. Με ενθάρρυνε να γίνω μουσικός, να πάω σε μουσικά σχολεία και μουσικά πανεπιστήμια. Με “υποχρέωσε” να φύγω από το πατρικό μου και να μείνω μόνος μου σε ηλικία 21 ετών (πρωτοποριακή συμπεριφορά μητέρας προς το μοναχογυιό της).

Η Μαρίνα συνήθισε να ζει μια ζωή “εις βάρος της”. Και αυτό της κόστισε. Και όχι μόνο σε εκείνη, αλλά και σε μας, τα παιδιά της. Ο πιο δυνατός άνθρωπος που ξέρω. Ο πιο δυνατός. Ο πιο προοδευτικός. Μαζί της πήγα στην πρώτη μου συναυλία, το 1985, σε ηλικία 7 ετών. Στο ΟΑΚΑ, συναυλία – αφιέρωμα στη μνήμη του Μάνου Λοίζου. Με Νταλάρα(φυσικά), Αλεξίου, Γαλάνη, Καλαντζή, Παπακωνσταντίνου. Ακολούθησαν κι άλλες (κυρίως του Νταλάρα). Το έχω ξαναγράψει: μεταξύ άλλων, της χρωστάω μια συναυλία. Να τη συνοδεύσω ρε γαμώτο. Ή μάλλον να με συνοδεύσει εκείνη. Με το πείσμα της και τη δύναμή της είμαι σίγουρος ότι θα έρθει εκείνη η μέρα. Και περιμένω. Είναι πολλές οι ιστορίες που μπορώ να σας πω για τη μάνα μου, αλλά σιγά μην το κάνω. Ωστόσο, θα αναφερθώ σε κάτι τελευταίο: μετά το τέλος των συναυλιών που πήγαινα με τη μητέρα μου, συνηθίζαμε να καθόμαστε για φαγητό πριν γυρίσουμε στο σπίτι. Θυμάμαι ότι σπανίως έτρωγε εκείνη. Και είμαι σχεδόν βέβαιος ότι παράγγελνε με βάση τα χρήματα που είχε στη διάθεσή της. Προτιμούσε να μείνει εκείνη νηστική, προκειμένου να φάω εγώ. Και με πήγαινε πάντοτε σε καλά εστιατόρια. Αρκετά όμως ως εδώ. Σειρά της δεύτερης μάνας μου.

Η μάνα – Γιώτα γέννησε τη Μαρίνα και μεγάλωσε εμένα στα πρώτα δύσκολα χρόνια της ζωής μου, όταν η μάνα μου “τον άντρα της είχε χάσει κι εγώ είχα χάσει το γονιό μου”(στη ζωή μου μιλάω συνέχεια με τραγούδια, δεν θα μπορούσαν επομένως να λείπουν από αυτό το, σχεδόν, αυτοβιογραφικό κείμενο – εδώ οι στίχοι της Χαρούλας από τη “μπαλάντα της Ιφιγένειας”). Ο Νικηφόρος (ο πατέρας μου) έπεσε για ένα μεσημεριανό ύπνο και δεν ξύπνησε ποτέ. Από εκείνο το σημείο κι έπειτα – ως αναμενόταν – άλλαξε η ζωή μας.

Η Μαρίνα “εξαφανίστηκε” σε ένα σωρό δουλειές, προκειμένου να ζήσει τα παιδιά της και η Γιώτα ( η γιαγιά μου και δεύτερη μάνα μου) ανέλαβε να τα μεγαλώσει. Και τα κατάφερε σπουδαία. Τα χρήματα λιγοστά, αλλά η αγάπη και η τρυφερότητα αστείρευτη. Και μέσα σε όλα αυτά η Γιώτα ήταν εξαιρετική τραγουδίστρια με γνώσεις ρεπερτορίου και αμέτρητες ιστορίες γύρω από το ελληνικό τραγούδι. Ακόμα ηχούν στα αυτιά μου οι αφηγήσεις της για το “Μεγάλο μας τσίρκο” που είχε παρακολουθήσει επί Χούντας και τον Αρχάγγελο της Κρήτης, το Νίκο Ξυλούρη. Επίσης θυμάμαι τη μεγάλη της στεναχώρια στις 6 Δεκεμβρίου 1990 που “έφυγε” ο Παύλος Σιδηρόπουλος, ο Πρίγκηπας όπως τον έλεγε. Ροκ η γιαγιά και φίρμα όπως συνηθίζω να την προσφωνώ. Με ευρυμάθεια γύρω από τις τέχνες και το ραδιόφωνο στο σπίτι πάντοτε ανοιχτό. Ίσως σε αυτό να οφειλότανε και η κώφωση του παππού μου, τώρα που το ακέφτομαι. Η Γιώτα ζει πλέον μόνη της στο σπίτι του παππού. Το ραδιόφωνο παραμένει ανοιχτό και οι μουσικές γνώσεις και το ρεπερτόριο της γιαγιάς εμπλουτίζονται. Ο εγγονός της πρέπει να περνάει πιο συχνά από εκεί. Όταν τον δείτε, φίλοι μου, να του το πείτε.

Η μάνα – Αλέκα είναι η τρίτη μάνα μου. Αδερφή του πατέρα μου και νονά μου. Με βάφτισε και με αγάπησε όσο και οι δύο προηγούμενες κυρίες. Μου πρόσφερε τόσα πολλά, χωρίς ποτέ να μου ζητήσει το παραμικρό. Ο πιο διακριτικός και ταυτόχρονα ο πιο δοτικός άνθρωπος που ξέρω. Η Αλέκα είναι το “δέντρο που έδινε” του Σελ Σίλβερστάιν – αν δεν έχετε διαβάσει αυτό το “παιδικό” βιβλιαράκι, σπεύσατε. Ένας άνθρωπος που αγαλλιάζει και ευτυχεί προσφέροντας στους αγαπημένους του. Μια γυναίκα δραστήρια και κοσμοπολίτισσα, πολυταξιδεμένη, που ποτέ δε “φορτώθηκε” σε κανέναν. Η Αλέκα που περνάει δύσκολες στιγμές εσχάτως, αλλά είναι δυνατή. Καταφέρνει να παραμένει αυτάρκης ακόμα και τώρα. Σε στιγμές που άλλοι θα κωλώνανε, εκείνη “δε μασάει”. Σπουδαία.


 
 

Λένε πως δεν υπάρχουν καλοί γονείς και το πιστεύω κι εγώ. Είναι αλήθεια. Πως μπορείς όμως να κατηγορήσεις ή να κατηγορηθείς για αυτό; Τα λάθη είναι φάροι στη ζωή. Και τα καινούργια λάθη απαραίτητα. Αν τα χαρακτηριστικά των τριών αυτών κυριών, που τόσο αγαπώ, ενώνονταν σε ένα πρόσωπο, θα είχαμε να κάνουμε με την ιδανική – για μένα – μητέρα; Όχι βέβαια! Πιστεύετε ότι η Μαρίνα, η Γιώτα και η Αλέκα δεν έχουν και αρνητικές πλευρές στο χαρακτήρα τους; Σαφώς και έχουν. Αλλά σκοπίμως δεν σας τις ανέφερα. Άλλωστε αυτό που τελικά μετράει σε μια ιστορία, όπως θα έλεγε και ο Δημήτρης Αποστολάκης, είναι η δημιουργία μιας συγκινητικής αφήγησης. Γίνομαι μελό; Δε με νοιάζει. Όπως είπα και στον πρόλογο, τα περιθώρια στενεύουν. Και επειδή το παρόν κείμενο δεν θα μπορούσε να τελειώσει διαφορετικά, θα κλείσω με στίχους που ταιριάζουν, στίχους ενός μεγάλου απόντα, αλλά αγαπημένου, του Δημήτρη Λάγιου: «φύλαξε ό,τι αγαπάς σ’ ένα κλειστό κοχύλι, θα σε πληγώσουν γύρω σου ξένοι, δικοί και φίλοι, γιατί όλα είναι χθεσινά, η επίσκεψη τελειώνει, το αύριο έγινε σήμερα μια μεθυσμένη πόρνη».

Γιώργος Μυζάλης
Μουσικολόγος / Δημοσιογράφος / Δρομέας

 

• Αυθεντική πηγή κειμένου: www.musicspins.gr 

 

> Και το απαραίτητο soundtrack για την ημέρα…

• Μουσική – στίχοι: Γιώργος Μυζάλης
• Ερμηνεία: Γιώργος Νταλάρας
• Βιολί: Μάριος Παπούλιας
• Ενορχήστρωση, μπάσο, κρουστά, ηλεκτρικές και ακουστικές κιθάρες: Κώστας Παρίσσης
• Ηχοληψία – μίξη: Κώστας Παρίσσης
• Master: Κώστας Παρίσσης

Δημοφιλη Αρθρα