Γενικώς από μικρός γράφω για να υπάρχω. Κάποιες φορές, όταν γράφω για το κέφι μου και όχι για το μεροκάματο, το κάνω σαν να ανασαίνω. Οξυγονώνεται ο εγκέφαλος. Αυτή τη φορά γράφω με το πιστόλι του χρόνου να με σημαδεύει. Έσπρωξε την κάνη του στο κρόταφό μου ο εκδότης τού iRun…
«Το ξέρω, ειδοποιώ την τελευταία στιγμή, αλλά…». Δεν άκουσα τι ακολουθούσε το «αλλά», δεν με ενδιέφερε ο λόγος που τον έκανε να με ειδοποιήσει στο παρά ένα του κλεισίματος των σελίδων. Ήταν τόσο αφοπλιστικά ευγενική η ενημέρωση για το επείγον του πράγματος, που διέλυσε όλη την άμυνά μου από οχυρώσεις τού είδους «είναι αργά», «να δω αν προλαβαίνω», «θα προσπαθήσω και αν…».
Αποφάσισα να τρέξω σε αγώνα σπριντ χωρίς προθέρμανση. Το έκανα με τον κίνδυνο του κλακάζ, δηλαδή του να σμπαραλιάσω κάνα μυϊκό σύστημα της σκέψης και να μην προλάβω. Αλλά και σε αυτό το ενδεχόμενο με πυροβόλησε κατάστηθα η ευγένεια του εκδότη: «Κι αν δεν προλάβεις δεν πειράζει, γράφεις στο επόμενο. Όμως θα ήθελα…». Ναι, ήθελε πολύ το κείμενό μου για το iRun και τούτο είναι τιμή μου. Γι’ αυτό ξεκινώ και δεν ξέρω αν τελειώσω πιο γρήγορα από την στιγμή που θα πατήσουν το κουμπί του πιεστηρίου για να αρχίσει η εκτύπωση. Λοιπόν:
Στο μυαλό μου έχω τα κρεμασμένα μούτρα κάποιων εποχούμενων συμπολιτών για την ταλαιπωρία τους, λέει, στον τελευταίο ημιμαραθώνιο της Αθήνας. Επειδή έκλεισαν για λίγο οι δρόμοι και αυτό δεν χωρούσε στο περίκλειστο μυαλό ορισμένων. «Τι τα θέλουν; Τι τρέχουν; Τι μας ταλαιπωρούν;». Έζησα από κοντά αυτήν την γκρίνια την Κυριακή τής 18ης Μαρτίου και στα πρόσωπα των… ταλαιπωρημένων ξαναείδα το σκληρό μούτρο τού γείτονα των παιδικών χρόνων που μας έσκιζε με μίσος την μπάλα. Όχι γιατί του έσπαγε τα τζάμια -δεν γινόταν αυτό- αλλά επειδή του έσπαγε τα νεύρα η χαρά των παιδιών, η ανάγκη κάποιων να σηκωθούν από την καρέκλα τους, να κινηθούν, να μιλήσουν μια γλώσσα -τη γλώσσα του σώματος- που του ήταν τελείως ξένη. Το ίδιο και οι δυσαρεστημένοι για την κυκλοφοριακή «αναστάτωση» όπου και αν συμβαίνει. Στην Αθήνα ή στην Περιφέρεια, στο κέντρο ή στα πέριξ.
Είναι αλήθεια ότι ο Έλληνας όλο και περισσότερο μπαίνει στα γυμναστήρια, στους βατήρες, στα κολυμβητήρια, στα μονοπάτια των δασών για να τρέξει. Αλλά χρειάζεται να περάσουν μερικές γενιές για να νικηθούν αγκυλώσεις της φυλής, σχεδόν προαιώνιες, σχετικά με την υγεία τού σώματος και του μυαλού. Δεν είναι πολύ μακριά τα χρόνια εκείνα που το μάθημα της γυμναστικής το είχαμε για ψυχαγωγία, για πλάκα. Ακόμα και για να περιπαιχθεί ο ίδιος γυμναστής, όπως έγινε με το καμένο σακάκι του στο Ξύλο που βγήκε από τον Παράδεισο («Τι να την κάνω κύριε διευθυντά την γραπτή τιμωρία; Να μου φέρει μερικές πήχες ύφασμα να φτιάξω καινούργιο κουστούμι» λέει ο γυμναστής Ορέστης Μακρής στον σχολάρχη Χρήστο Τσαγανέα. «Το θέλετε μονόχρωμο ή ριγέ που δίνει και μπόι;» αυθαδιάζει ατιμωρητί η άτακτη μαθήτρια Κατερίνα Γώγου!).
Καθώς είναι ποτισμένες, ακόμα, από εκείνες τις αντιλήψεις μερικές γενιές Ελλήνων, φαίνεται φυσιολογικό να διατηρείται σε ορισμένους ο θυμός για την «ταλαιπωρία» μιας Κυριακής. Δεν είναι λίγο να εγκαταλείπεις την ιδιωτική σου πολυθρονοδρομία και να πέφτεις πάνω σε «περίεργους» που τρέχουν όλοι μαζί -ακόμα και οικογένειες ολόκληρες- για να απελευθερωθούν από τις αγκυλώσεις παρωχημένων αντιλήψεων.
Αυτά τα πολύ βιαστικά, αλλά καθόλου πρόχειρα, για σήμερα. Συμπαθάτε με για το λαχάνιασμα από το τρεχαλητό της γραφής. Δεν ξέρω τι θέση πήρα στην κατάταξη της εκτίμησή σας για τούτο το κείμενο, αλλά τουλάχιστον τερμάτισα. Θα προσπαθήσω να μην ξαναγίνει. Εντάξει αγαπητέ (και ευγενικέ) κύριε εκδότα;
• Από τη στήλη «Ο Σοφός του Βουνού» / iRun τεύχος 8, Απρίλιος 2018