Θα μπορούσε κάποιος να διατείνεται ότι υπάρχουν καλύτεροι δρομείς από τον Χαϊλέ Γκεμπρεσελασιέ, τον θρυλικό δρομέα μεγάλων αποστάσεων που γεννήθηκε στις 18 Απριλίου του 1973, τον αυτοκράτορα της Αιθιοπίας των 27 παγκοσμίων ρεκόρ, που πίστευε ότι ο αθλητισμός έχει να κάνει με “ειρήνη και αγάπη”…
• Γράφει ο Λευτέρης Ελευθερίου
Ήταν, από τα μέσα του 20ού αιώνα ως τις αρχές του 21ου, από εκείνες τις φράσεις που λέγονταν και επαναλαμβάνονταν τόσο που γίνονταν στερεοτυπικές και έχαναν το νόημά τους: ο Χαϊλέ Γκεμπρεσελασιέ (με ένα ελληνικότατο «ε» ανάμεσα στο «ρ» και το «σ» που μάλλον υπήρχε άμεση ανάγκη να παρεισφρήσει -και ο προφορικός λόγος να ξεγελάσει το γραπτό) τα έβαζε με όλη την Κένυα. Οι δρομείς από τη χώρα της Αφρικής, με φιζίκ ανθρώπου που νομίζεις ότι έβγαζε κάθε μέρα της ζωής του ξεγελώντας την πείνα του και τον ίδιο το θάνατο, είχαν βρει τον μπελά τους με αυτόν το λιπόσαρκο, ο οποίος εκτός των άλλων έμοιαζε ασθενικός, τύπο από την Αιθιοπία, που όταν τελείωσε την καριέρα του είχε πετύχει 27 παγκόσμια ρεκόρ, είχε πάρει τέσσερα διαδοχικά χρυσά μετάλλια στα 10.000μ. σε Παγκόσμια Πρωταθλήματα, είχε κατακτήσει δύο χρυσά και μόνο μια φλεγμονή στον αχίλλειο δεν τον άφησε να διεκδικήσει τις πιθανότητές του, στην Αθήνα το 2004, για ένα τρίτο διαδοχικό χρυσό στο δεκάρι σε Ολυμπιακούς, που θα τον έκανε τον πρώτο στην Ιστορία που θα τα κατάφερνε. Ο Γκεμπρεσελασιέ ήταν πέμπτος σε εκείνη την κούρσα.
Θα μπορούσε κάποιος να διατείνεται ότι υπάρχουν καλύτεροι δρομείς από αυτόν, τον τύπο που γεννήθηκε στις 18 Απριλίου του 1973 και τη Μεγάλη Δευτέρα έκλεισε τα 49 χρόνια ζωής, τον ευεργέτη και επιχειρηματία της Αιθιοπίας, τον πρώτο άνθρωπο που άνοιξε σινεμά στη χώρα το 2004 και με αυτόν τον τρόπο «γεννήθηκε», ανέλπιστα, κινηματογραφική παραγωγή. Δεν θα χρειαζόταν, κιόλας, να ψάξει πολύ. Ο επίγονός του, Κενενίσα Μπεκέλε, του πήρε τα ρεκόρ και τον προσπέρασε σε ανδραγαθήματα. Ο τελευταίος έχει ένα αξιαγάπητο πρόσωπο, που βγάζει μια θρησκευτική ηρεμία. Ο Γκεμπρεσελασιέ χαμογελούσε με τον τρόπο που θα το έκανε μια σατανική πεθερά. Και έτρεχε προφυλάσσοντας τον εαυτό του μέσα στο πλήθος.
Ο βραχύσωμος Χαϊλέ, των 164 εκατοστών και των 54 κιλών, υπήρξε μοναδικός στο είδος του, σε μια φάρα που θαρρείς ότι την τραβά το μαρτύριο και η αγωνία της επιβίωσης στο δρόμο, ότι τρέχει προς έναν προορισμό που είναι άγνωστος. Ο Αιθίοπας ζύγιζε τους αντιπάλους του και όταν οι Κενυάτες έκαναν τάτσι μίτσι κότσι κατά τη διάρκεια του ζευγαριού, εκείνος βρισκόταν κάπου στη μέση, περιμένοντας και περιμένοντας και περιμένοντας, με τα δευτερόλεπτα να περνούν και τον πάσα έναν να αναγνωρίζει ότι κάποια στιγμή θα έκανε την επίθεσή του, η οποία θα ήταν λογική όσο και αδόκητη και θα έπιανε τους Κενυάτες, ειδικά τον Πολ Τέργκατ, που αρκέστηκε στη δεύτερη θέση καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του πέφτοντας πάνω σε αυτόν τον κοντό δυνάστη των μεγάλων αποστάσεων, εν υπνώσει.
Οι σχολιαστές και ο κόσμος που γέμιζε τα στάδια περίμεναν επίσης υπομονετικά. Πόσα και πόσα βλέμματα δεν έχουν χαθεί στο ηλεκτρονικό ταμπλό, που σχεδόν πυροβολούσε εκατοστά και δέκατα του δευτερολέπτου, μέχρι την ώρα που ο Ραν θα έτρεχε σαν να μην υπάρχει αύριο, όπως στο Γκέτεμποργκ, το 1995, που το τελευταίο διακοσάρι του θα χρονομετρούνταν στα 25 δευτερόλεπτα. Αυτή η πονηρή αλεπού υπήρξε ατόφια ανάμεσα στον ηθμό των δρομέων που εισέπνεαν και εξέπνεαν και που ήδη, εξ ορισμού, υπέβαλλαν τους εαυτούς τους σε μια βάσανο κίνησης η οποία ήταν αναπόδραστη, ένας αληθινός ψυχαναγκασμός, όπως όλοι εκείνοι που τρέχουν τις μεγάλες αποστάσεις, στο στάδιο, στην πόλη, στην ανηφόρα, χωρίς φαινομενικό προορισμό.
Στη συντριπτική πλειονότητα των αγώνων που έδωσε στην καριέρα του, ο γίγας Χαϊλέ προηγούνταν μία φορά στις κούρσες τους. Αυτή ήταν και η τελευταία.