Μια ημέρα σαν όλες τις άλλες που ήρθαν και έφυγαν στο πέρασμα του χρόνου. Αυτή όμως, 13 Δεκεμβρίου 1943, μένει πάντα ίδια και ξεχωρίζει από το κατακόκκινο σημάδι της.
Στοιχειωμένοι αριθμοί, απέναντι από τον μεγάλο λευκό σταυρό πάνω στον λόφο, και μπροστά μας η πέτρινη μορφή της Μάνας, η μορφή που με τη γυαλιστερή κοψιά της, παγώνει τη ματιά μας.
Ναι, είναι η καλαβρυτινή μάνα, αυτή που έσυρε τα σπλάχνα της πάνω στη μάλλινη κουβέρτα για να τους αποδώσει την ύψιστη τιμή που ο κάθε άνθρωπος προσδοκά στο τέλος της ζωής του. Να αποθέσουν το σώμα του σε έναν τάφο.
Τι να αποθέσει όμως η μάνα αυτή, που απεγνωσμένα ψάχνει ανάμεσα σε ματωμένα νεκρά κορμιά για να βρει το δικό της σπλάχνο. Δεν ανασαίνει, βογκάει, τα χέρια ξυλιάζουν, τα μάτια γυαλίζουν, καθώς αναγνωρίζει από τα ρούχα το σπλάχνο της. Ουρλιάζει βουβά.
Μια ακόμη μάνα μπροστά της, καθώς αγκαλιάζει το ζεστό κορμί του μικρού αγοριού, το αποθέτει πάνω στην κουβέρτα και αρχίζει το ψάξιμο για το άλλο παιδί, για τον αδελφό, για τον άνδρα της. Μάτια ολάνοιχτα την ακολουθούν, καθώς αναποδογυρίζει με προσοχή τα πρόσωπα.
Η νύχτα άρχισε να ρίχνει τα πέπλα της, η παγωνιά απλώθηκε ολόγυρα, κάποιο κλαψοπούλι έκρωξε λυπητερά. Τώρα η κουβέρτα είχε όλα τα σπλάχνα της μάνας και αμίλητη άρχισε να τραβάει το ιερό της φορτίο. Δεν ακουγόταν τίποτα, μόνο το κρώξιμο από το κλαψοπούλι.
Αιωνία η Μνήμη των Ηρώων του Ολοκαυτώματος των Καλαβρύτων
Δεκέμβριος 2024
Ελένη Μπερτσάτου
Πρόεδρος ΣΔΥ Αθήνας