Τις αγαπάμε όπως είναι, με την εξυπνάδα τους, τη γοητεία τους, τον λαβύρινθο του μυαλού τους, την προσωπικότητά τους, φυσικά και με το νευροτοξικό άρωμά τους που αναδίδει το «Όλο» τους.
Ο Φεβρουάριος είναι γεμάτος από καραμελωμένο έρωτα, με τους Βαλεντίνους και τις Βαλεντίνες να ζουν την υπέρτατη ευτυχία μέσα από σοκολατάκια, λουλούδια, λόγια καραμελέ και σχέσεις πτι φουρ. Θα το πω και ας με απογυμνώνει μπροστά σας και φαίνεται η πεζότητά μου: η γιορτή του Βαλεντίνου με αφήνει αδιάφορο. Το λέω με επίγνωση πως αν ήμουν Αμερικανός και το δήλωνα δημοσίως αυτό, είχα 53% πιθανότητες (τόσες έβγαλε το επίσημο γκάλοπ του ‘18) να με χωρίσει η σύντροφός μου, να με φτύνουν σαν πτυελοδοχείο σε ημέρες επιδημικής γρίπης οι φίλες, ενώ οι «καλημέρες» που θα άκουγα από γυναίκες θα ήταν τόσο λίγες ώστε να κατατάσσονται στην κατηγορία «συλλεκτικές».
Στον Φεβρουάριο ο Βαλεντίνος έφυγε αμέσως μετά από τις 14, επιστρέφοντας με αεροπλάνο στην πέραν του Ατλαντικού πατρίδα του. Αντίθετα, ο Μάρτιος πλημμύρισε από Γυναίκα στις οκτώ τού μήνα, αλλά νομίζω ότι το άρωμά της/τους, αυτό το νευροτοξικό άρωμα που παράγει το «Όλο» της Γυναίκας (και καμιά Dior δεν μπορεί να το αντιγράψει στο χημείο της), αυτό δηλαδή που κάποιες φορές στον βίο μας μάς παραλύει, θα συνεχίσει να κυριαρχεί όλον τον μήνα, για να μην πω όλον το χρόνο και με θεωρήσετε υπερβολικό.
Στην παλίρροια της ζωής, που τα νερά τη μια ανεβαίνουν, την άλλη υποχωρούν, η Γυναίκα είναι η πλημμυρίδα και όχι η άμπωτης. Γενικά, η παρουσία της Γυναίκας στον Κόσμο είναι πληθωρική, κατακλυσμιαία –μια πλημμύρα συναισθημάτων, τις πιο πολλές φορές ευεργετική, κάποιες άλλες καταστροφική, αλλά σε κάθε περίπτωση καταλυτική.
Προσωπικά, οι συναισθηματικές σχέσεις μου με τη Γυναίκα μοιάζουν με διαδρομή σε ένα διαρκές μαγνητικό πεδίο που δεν με αφήνει να απομακρυνθώ. Ένα πεδίο που δεν αδυνατίζει, δεν υποχωρεί όσο και να περνούν τα χρόνια. Το αντίθετο μάλιστα, μεγαλώνει η αγάπη, η επιθυμία –τουλάχιστον για να τις βλέπω–, και ένα σύνδρομο στέρησης εμφανίζεται όταν περάσει καιρός και δεν συναναστραφώ μαζί τους αρκετά, τόσο αρκετά που να γεμίζουν οι σάκοι του οργανισμού μου με την ειδική βιταμίνη F (femina= γυναίκα στα λατινικά). Δεν μιλάω για ερωτική σχέση όπως την εννοεί το λεξιλόγιο χωρίς παραπομπές. Μιλάω για συναναστροφή μαζί τους σε όλα τα επίπεδα: συγγενικό, φιλικό, επαγγελματικό, κοινωνικό –φυσικά και ερωτικό. Και, επίσης, δεν μιλάω για μικρές ή μεγάλες σε ηλικία, υπερήφανες ή ταπεινές, αγωνίστριες των διεκδικήσεων ή «Μαίρες Παναγιωταρά». Και περισσότερο, δεν μιλάω μόνο για όμορφες ή άσχημες. Άλλωστε, όπως μου έλεγε ο σοφός και ευαίσθητος παππούς μου, «δεν υπάρχουν άσχημες γυναίκες, όλες είναι όμορφες άμα θέλουν και άμα ξέρουν· υπάρχουν μόνο άσχημα βλέμματα από άνδρες χωρίς συναισθήματα».
Και μιλάω, ακόμα, για την αίσθηση ευδαιμονίας, αγάπης και έρωτα (τις περισσότερες φορές πλατωνικού) που μου προκαλούσαν οι γυναίκες από τότε που ένιωσα τον εαυτό μου σαν αρσενικό νήπιο, σαν αγόρι. Τις αγαπούσα πάντα. Και τις ερωτευόμουν από τα πέντε μου χρόνια. Ερωτευόμουν τις φίλες τής μάνας μου, τις αφεντικίνες του πατέρα μου, τις γειτόνισσες, τις συμμαθήτριες της αδελφής μου, τις πωλήτριες ρούχων όπου ψώνιζε η μαμά. Φυσικά, ερωτευόμουν και τις δασκάλες μου, ενώ αργότερα, στο Γυμνάσιο, προσπαθούσα να συμμαζέψω το μυαλό μου που ξεστράτιζε και έπαιρνε από πίσω με σκέψεις κάποιες καθηγήτριες –λόγω τιμής, τότε μόνο κάποιες εκλεκτές– που δεν είχαν μόνο ομορφιά, αλλά και ένα μεγάλο πνεύμα και μια προσωπικότητα που δεν συμβάδιζε με την νεανικότητά τους.
Αγαπάω, αγαπάμε, τρελά τις γυναίκες ως μάνες, κόρες, συντρόφους, φίλες, συναδέλφους, συγγενείς, ερωμένες, και όχι «τις αγαπάω όπως όλα τα πλάσματα της φύσης» όπως απάντησε κάποιος σε ερώτηση περιοδικού («Γιατί τις αγαπάτε;») που υποβλήθηκε σε πενήντα άνδρες. (Δηλαδή, ρε φίλε, τις αγαπάς, ας πούμε, όπως τη χελωνίτσα στο πάρκο ή τις κάμπιες της άνοιξης που σέρνονται πάνω στις πευκοβελόνες;)
Τις γυναίκες τις δεχόμαστε και με τα καλά και με τα άσχημά τους. Τις αγαπάμε:
❤ Για την προσωπικότητά τους, αλλά –με κάποια έκπτωση στις απαιτήσεις μας– και για την ελαφρότητά τους (λόγου χάρη όταν μασάνε τσίχλα μέσα στη μούρη μας).
❤ Για την εξυπνάδα, αλλά, και για την πονηριά τους.
❤ Για τους απείρως περισσότερους από το δικό μας διαδρόμους που έχει το μυαλό τους (συχνά διαδρόμους διαφυγής σε αυτόν τον λαβύρινθο!) και για την απολυτότητά τους σε προσωπικές αρχές, που νομίζουν ότι είναι «αρχές» (λόγου χάρη να μην πατήσουμε στο σφουγγαρισμένο δωμάτιο πριν περάσει μια ώρα…)
❤ Για τις πολλές ικανότητές τους, που αθροιστικά είναι περισσότερες από τις δικές μας.
Όμως πολλά είπα και έγραψα. Σχεδόν απογυμνώθηκα. Ας κρατήσω κάνα τσίτι πάνω στα μυστικά της ψυχής μου. Θα πετάξω μόνο ένα ακόμα, το τελευταίο:
Αν στη ζωή μου κάποιες ομορφιές και απολαύσεις μού έκοψαν την ανάσα, στις εκατό οι ογδόντα ήταν από το κοίταγμα μιας γυναίκας!
(Δεν άφησα σχεδόν τίποτα, νομίζω ότι τα έβγαλα περίπου όλα πάνω από την ψυχή μου. Σας την παραδίδω, γυμνή ή ημίγυμνη, κυρίες μου. Χαλάλι σας. Και αφιέρωμά σας αυτό, το πάντα αδιαπραγμάτευτα αγαπημένο, κείμενο).
Ο Σοφός του Βουνού
• Δωράκι: Από το ιστορικό μυθιστόρημα, «Την ώρα που ξυπνάμε μαζί» του βραβευμένου Κίρμεν Ουρίμπε, μια πολύ ζωντανή εικόνα της ζωής των Βάσκων, του διωγμού τους από το καθεστώς του Φράνκο, των ταλαιπωριών τους, των αγώνων τους, αλλά και των των ερώτων τους: Κάποια στιγμή ένας Βάσκος συζητώντας με την παρέα του, είπε –αστεία ή σοβαρά, δεν το κατάλαβα– ότι όταν τους κατέκτησαν οι Ρωμαίοι και θέλησαν να καθιερώσουν τη δική τους θρησκεία, οι Βάσκοι τους απάντησαν: «Δεν θέλουμε τους θεούς σας. Έχουμε τις δικές μας θεές, τις γυναίκες μας!».
• Η Φωτογραφία: Τιμής ένεκεν, η εικονογράφιση του άρθρου είναι η ιστορική φωτογραφία με την Kathrine Switzer, την πρώτη γυναίκα που έτρεξε σε έναν Μαραθώνιο (Βοστώνη, 1967), παρότι απαγορευόταν, και στον οποίο δέχτηκε άγρια επίθεση από τους διοργανωτές. Το στιγμιότυπο, όμως, απαθανάτισαν οι φωτογράφοι και η πρώτη μαραθωνοδρόμος έτσι, άλλαξε τις διακρίσεις στον αθλητισμό…