Σαν σήμερα, 4 Νοεμβρίου, πριν από 23 χρόνια, διεξήχθη ο μαραθώνιος που έμεινε στην ιστορία για την αδιάκοπη βροχή καθ’ όλη τη διάρκεια της κούρσας.
- Του Σάββα Σπανούδη
Το 2001 δεν είχα κάνει την απαραίτητη προετοιμασία για έναν μαραθώνιο, παρά τις αγωνιστικές οδηγίες του Γιώργου Παπαβασιλείου, του εμβληματικού «Πάπα», του πανελληνιονίκη των στιπλ που πέρναγε τη λίμνη χωρίς να βρέχεται, του προπονητή επί σειρά ετών στην αγαπημένη του / μας / σας ΑΕΚ. Ωστόσο, είχα πάρει την απόφαση, θα το δοκίμαζα.
Την Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2001 οι ουρανοί δεν άνοιξαν, πλημμύρισαν. Οι -να ‘μασταν καμιά 1500αριά– δρομείς του μαραθωνίου (το 2001 είναι η μοναδική χρονιά από το 1998 μέχρι σήμερα που δεν έχει καταγραφεί ο αριθμός των τερματισμών), συνωστιστήκαμε κάτω από τα ελάχιστα στέγαστρα του σταδίου του Μαραθώνα, καλυμμένοι με διάφανες σακούλες, να κάνουμε επιτόπια προθέρμανση (ούτε καν).
Το σελοφάν φεύγει, η εκκίνηση δίνεται, και το σορτσάκι, το εσώρουχο, τα παπούτσια και το βαθυγάλαζο t-shirt (κανονικό κοντομάνικο, δεν ξέρουμε από τεχνικά το 2001), είναι όλα μούσκεμα.
Ο ουρανός είναι γκρίζος, η γη καφετιά. Το χώμα έχει ενωθεί με την όποια άσφαλτο και το πρώτο, ή καλύτερα τελειωτικό χτύπημα, έρχεται τρία χλμ. (ή λιγότερο;) μετά την εκκίνηση: μια πλημμυρισμένη τεράστια λακκούβα, από τη μία άκρη του δρόμου στην άλλη: είτε επιλέγεις να πας στα πλάγια και πατάς στην ανυψωμένη λάσπη είτε μπαίνεις μέχρι την κοιλιά σου στη νερολακκούβα.
Δεν θυμάμαι ποια από τις δύο κουρτίνες διάλεξα, ίσως κάτι ανάμεσα. Θυμάμαι όμως όταν άφησα πίσω μου το τέρας: ό,τι παρέμενε ελαχίστως στεγνό, λίγο παπούτσι, λίγο κάλτσα, λίγο εσώρουχο, είχε γίνει τώρα μέρος του πάρτι.
Από το ορόσημο αυτό της κούρσας και μετά, η μνήμη μου έχει συγκρατήσει συγκεκριμένες στιγμές:
– Στο 21ο χλμ. που είχα σταθερό ρυθμό και σκεφτόμουν «καλά πάω, άλλα τόσα έμειναν».
– Οταν έβαλα τα δάχτυλα του ενός χεριού στο κεφάλι για να στρώσω τα βρεγμένα μου μαλλιά προς τα πάνω, και δεν τα ένιωσα.
– Που περπατούσα αντί να τρέχω. Και έπειτα, που περπατούσα παρέα με αυτοκίνητα. Ο μαραθώνιος πρέπει να τελείωσε, σκέφτηκα, και εγώ είμαι ακόμα εδώ.
– Που βρέθηκα κάτω από ένα στέγαστρο μαγαζιού στη Μεσογείων για να αποφύγω την ατελείωτη βροχή, λυγίζοντας το σώμα μου προς τα πόδια. Δίπλα μου μια κοπέλα, επίσης αθλήτρια, νομίζω σε καλύτερη κατάσταση. Με βλέπει, συζητάμε. Η όμορφη δρομέας παίρνει την απόφαση να σταματήσει ένα ΙΧ, τζιπ. Ανοίγει η πόρτα, η συνοδηγός μεταφέρεται αστραπιαία στο πίσω κάθισμα, ποιος ξέρει τι αντίκρισε, παίρνω τη θέση της, τους λέω συνεχώς ευχαριστώ και με πάνε στο Σωτηρία. Δεν ξέρω ποιανού απόφαση ήταν.
– Ενα αμαξίδιο με περιμένει με τιμή στην είσοδο του νοσοκομείου. Μου βγάζουν ό,τι φοράω, από πάνω ως κάτω, και με ντύνουν με μία λευκή κελεμπία.
– Μου δίνουν να φάω ρύζι, αλλά το χέρι μου δεν μπορεί να κρατήσει σταθερό το πιρούνι. Ταλαντώνεται πάνω κάτω.
– «Αν είχαν αργήσει να τον φέρουν, μπορεί να είχε πεθάνει», λένε στους γονείς μου, που τους έχουν ειδοποιήσει να έρθουν – ο πατέρας μου με περίμενε στο Καλλιμάρμαρο.
– Αφού ένιωσα λίγο καλύτερα, σηκώθηκα από το κρεβάτι της κλινικής, πήγα τουαλέτα, και είδα στον διάδρομο δύο Αφρικανούς ξαπλωμένους σε ράντζα. Δεν ήμουν ο μόνος.
Ο κατακλυσμός συνεχίστηκε μέχρι το βράδυ.
Και εγώ σπίτι, άνετος και ωραίος, έχοντας συνέλθει, να θέλω να κατέβω στη βροχή μια βόλτα με το κορίτσι μου που ήρθε να με δει από το Αγρίνιο.
«Δεν θα πας πουθενά!», αποφάνθηκαν οι πρεσβύτεροι.
Και δεν πήγα. Ούτε σε μαραθώνιο. Μέχρι το 2013. Σε μία άλλη σπαρακτική ιστορία, για την οποία θα μιλήσουμε την επόμενη φορά.