«Να μας γράψεις για τον Μαραθώνιο», μου λέει ο αρχισυντάκτης και ο εκδότης. Τι να γράψω μωρέ; Oτι τώρα δεν θέλω να τρέξω ούτε χιλιόμετρο και του χρόνου πάλι εκεί θα είμαι; Oτι μου τα «έσκασε» ο covid 10 μέρες πριν από τον αγώνα και ένιωθα στο 35o χιλιόμετρο σαν να είμαι στον Πλούτωνα;
Και όμως, το φιλοσόφησα αρκετά. Χωρίς πλάκα, ήταν ο δεύτερος καλύτερος Μαραθώνιός μου, με τον συγκλονιστικό χρόνο των 4 ωρών και 3 λεπτών. Γενικά, με το 4ωρο, το σύμπαν μού κάνει πλάκα. Το έχω σπάσει μια φορά και φέτος ήθελα να το επαναλάβω. Είχα προετοιμαστεί μόνος μου με ένα σοβαρό προγραμματάκι.
Πρέπει να σας πω ότι όταν είδα τις λατρεμένες δύο γραμμούλες στο τεστ, πάγωσε το μέσα μου. Κατάλαβα αμέσως ότι λογικά «αποχαιρέτα το 4ωρο που χάνεις» για να παραφράσω λίγο τον Καβάφη.
Στο «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον», εγώ αντιπαραθέτω το «Απολείπειν ο Μαραθώνιος Γαβριελάτον». Αφού ζω για να σας τα διηγηθώ, να σας πω ότι γιατροί και άσχετοι φίλοι μου, έλεγαν «Μην τρέξεις». Στην αδερφή μου είπα ψέματα ότι «έλα μωρέ κρυωματάκι είναι», ενώ οι φίλοι δρομείς, ειδικά οι ultraδες μου είπαν… «Και; Σιγά! Τίποτα δεν θα πάθεις». Και μπήκα στον αγώνα. Με 6 μέρες αποχής, με αντιβηχουλίν των 500mg και μυξοστόπ.
Μπήκα απόλυτα συγκεντρωμένος, ήρεμος. Γιατί; Γιατί την Αλεξάνδρεια που χάνεις πρέπει να ξέρεις να την αποχαιρετήσεις και να μην κλαις «με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα». Οπότε, στάθηκα στη γραμμή και έφυγα σε αυτό το πάντα άγνωστο ταξίδι των Μαραθωνοδρόμων.
Είπα θα προσπαθήσω και προσπάθησα. Αυτό μετράει. Και όταν ηττήθηκα το ήξερα και το αναγνώρισα. Αυτό μας εξυψώνει πάνω από το βασανιστικό ερώτημα «γιατί τρέχουμε;». Διότι τη Δευτέρα ήρθα να δουλέψω και το απόγευμα να παίξω με το γιο μου, γεμάτος, όρθιος, πονεμένος, μα ζωντανός. Γιατί έτρεξα την ανηφόρα του Σταυρού και δεν πειράζει που οι τετρακέφαλοι μού είπαν «λεβεντάκο μας, δεν πάει άλλο» στο 35ο χιλιόμετρο.
Είχα γράψει στο τεύχος του iRun ότι έχουμε χάσει το «μέσα» μας, κάτι το ιερό, το πάνω από τα χρήματα και τα υλικά αγαθά. Ο Μαραθώνιος, και το 5άρι και το 10άρι, συμπυκνώνουν τη ζωή. Είναι ο κόπος, η προσπάθεια, η προετοιμασία. Είναι η ρουτίνα, ο αγώνας, ο απολογισμός.
Είναι η επιβράβευση, ένα «Άαααρρηηη» στο 42ο χιλιόμετρο από τον άνθρωπο που αγαπάς, ένα φαγητό μετά με τους φίλους. Ετρεξα για το Καλλιμάρμαρο, για τα αστεία πλακάτ στη Μεσογείων, για τους εθελοντές και τα παιδάκια που ζητούν «χεράκια».
Τι έζησα; Θεέ μου! Ο,τι ζουν οι Μαραθωνοδρόμοι. Στο 17ο χιλιόμετρο προσπερνάω έναν δρομέα που ακούει από το κινητό Στράτο Διονυσίου. Μπαίνει ο Στράτος… «με σκότωσε γιατί την αγαπούσα» και μαζί του τραγουδάμε 7-8 δρομείς σε μια απολύτως σουρεαλιστική στιγμή.
Στο 31ο μια φίλη με τις κόρες της με παρακολουθεί στην εφαρμογή του Μαραθωνίου, αλλά δεν με βλέπει στην πραγματικότητα. Αρχίζουν να φωνάζουν το όνομά μου, χωρίς να με έχουν δει και προλαβαίνω τελικά να τις δω εγώ και να τις ευχαριστήσω.
Στο 36ο ήπια και το εσπρεσάκι μου από τα χεράκια ενός φίλου όσο η αδερφή μου τράβαγε φωτογραφίες. Οικογενειακές στιγμές… καφεδάκι, κουβεντούλα!
Α! Δεν μου έμεινε άντερο με το πλακάτ «Με ΠΑΣΟΚ θα είχες πάρει επίδομα Μαραθωνίου», ενώ συγκινήθηκα, όπως πάντα από το 2018 και μετά, όταν πέρασα από το Μάτι.
Ολα αυτά είναι ο Μαραθώνιος. Η μικρή μου ήττα και η μεγάλη μου προσωπική νίκη. Δεν ανέβασα φωτογραφίες, αν και σε όσες με είδα, χαμογελάω. Δεν με κυνηγάει κανείς, απλώς ήθελα να είμαι μέρος της γιορτής που λέμε «ζωή». Και φέτος ήμουν.