Να ‘μαστε πάλι εδώ, Τετάρτη βράδυ στο Λιτόχωρο, ήσυχο και έτοιμο να προβάλλει τα γιορτινά του για τον 20ό αγώνα Olympus Marathon.
Ολα πλέον μου φαίνονται πολύ οικεία γύρω μου. Η αλήθεια είναι ότι τα τελευταία χρόνια έχω έρθει αρκετές φορές εδώ. Oταν έκανα την αίτηση συμμετοχής μου στον αγώνα, μου έλεγε η Παρασκευή «καλά, πάλι στον Ολυμπο θα πάμε; Εχεις κολλήσει εκεί και δεν ξεκολλάς».
Ναι, όντως έχει κάτι μεθυστικό και ίσως να ευθύνεται ο αρχαίος θεός Διόνυσος, να θέλω να πιω αυτό το νέκταρ της χαράς και της γιορτής αυτού του τόπου της αρχαίας ιστορίας και των αρχαίων χρόνων, που τον περικλείουν τόσοι μύθοι.
Η επόμενη μέρα, Πέμπτη το πρωί, μας βρίσκει να κάνουμε την τελευταία χαλαρή προπόνηση στο στάδιο του Λιτόχωρου και για καλή μου τύχη μετά από λίγο να γνωρίσουμε τον κύριο Δημήτρη Βενετικίδη.
Εναν αθλητή μύθο του ορεινού τρεξίματος στην Ελλάδα να μας συμβουλεύει και να μου λέει ότι θα γνωρίσω τη βόρεια πλευρά του Ολύμπου που έχει μία άγρια και υπέροχη παρθένα ομορφιά.
Οι ώρες περνάνε, ξημερώνει Παρασκευή, έρχεται και η υπόλοιπη ομάδα από τη Χίο. Πόσο χαίρομαι που μεγάλωσε η παρέα μας. Εντεκα άτομα καταφέραμε να έρθουμε φέτος, τους βλέπω στην τεχνική ενημέρωση και παρακολουθούν ήρεμα το τι συμβαίνει γύρω τους, αν ξέρεις τον Μπάμπη, την Ανθίππη και τον Γιάννη.
Οι υπόλοιποι είναι η πρώτη τους φορά, είναι κάπως αγχωμένοι. Εγώ είμαι σίγουρος ότι θα τα καταφέρουν γιατί γνωρίζω ότι το προηγούμενο διάστημα στην προπόνηση έχουν οργώσει τα βουνά της Χίου έχοντας ρίξει πολύ ιδρώτα. Το μόνο που πρέπει να προσέξουν είναι η διαχείριση δυνάμεων τροφοδοσίας και όλα θα πάνε καλά.
Οι ώρες περνάνε πολύ γρήγορα. Πάω να πάρω τα πράγματά μου και να κατηφορίσω στα λεωφορεία. Να με πάρουν να πάω στην εκκίνηση. Πέρσι λόγω εργασίας δεν κατάφερα να βρίσκομαι εκεί και πήγα στο mythical μια βδομάδα μετά. Κάθε εμπόδιο σε καλό λένε, το πιστεύω και εγώ αυτό.
Εφτασε η ώρα να κάνω αυτό τον αγώνα, βλέποντας, παρατηρώντας και ακούγοντας δρομείς να λένε τις δικές τους ωραίες ιστορίες στο ορεινό τρέξιμο. Ακούω κάποιον να λέει ότι τρέχει 20 χρόνια. Πριν είκοσι χρόνια λέω από μέσα μου, τέτοια ώρα δούλευα καλοκαίρι σε κάνα κλαμπάκι ή καφετέρια και με ρωτούσαν οι πελάτες του μαγαζιού τι ώρα θα βάλω ελληνικά και τους έλεγα στις 12. Ξεκινώντας τότε το ελληνικό πρόγραμμα βάζοντας το Μία Φορά του Κοργιαλά με την Μουτσάτσου, ωραίες εποχές τότε.
Αλλά υπέροχες είναι και τώρα, σήμερα. Θέλει περίπου 10 λεπτά να ξεκινήσει ο αγώνας, όλα είναι έτοιμα, όλοι μες το χαμόγελο, 165 δρομείς είμαστε έτοιμοι να βγούμε να τρέξουμε: 5, 4, 3, 2, 1, δίνεται εκκίνηση στην άσφαλτο. Κάποιοι άνθρωποι, παρόλο το δύσκολο της ώρας, βγαίνουν έξω να μας χειροκροτήσουν και να μας ενθαρρύνουν. Μετά από λίγο αρχίζουμε να μπαίνουμε στο μονοπάτι. Οι φακοί ανάβουν και σχηματίζουν μία σειρά σαν πυγολαμπίδες να έχουν μπει σε παράταξη.
Και να, ανεβαίνουμε στο βουνό. Εχει μία ωραία δροσιά, ιδανικός καιρός για τρέξιμο. Ανοίγω τα μπατόν και ακούω κάποιον από πίσω μου να λέει ότι του χάλασε το δικό του. Το μυαλό μου πήγε δύο χρόνια πίσω τότε στον Olympus Marathon, που τον έκανα χωρίς αυτά. Και κατέβηκα τον Ολυμπο με τον κώλο και μόλις τερμάτισα έτρεξα να αγοράσω μπατόν.
Είναι υπέροχο να τρέχεις το βράδυ στο σκοτάδι. Υπάρχει μία υπέροχη ησυχία, μια γαλήνη της φύσης που έχει τη δική της μαγεία. Η ώρα περνάει. Σιγά σιγά ξημερώνει μέσα στα βουνά του Ολύμπου. Σε λίγο τελειώνει η ανηφόρα και αρχίζει μία υπέροχη κατάβαση μέσα στο δάσος. Μετά μπαίνω σε έναν χωματόδρομο. Βλέπω ένα κοπάδι αγελάδες να ανταλλάσσουν ματιές. Νιώθω σαν να με ρωτάνε πού πας ρε άνθρωπε. Μετά από λίγο φτάνω στο 40ό χλμ.
Περιοχή Σπηλιές. Οι άνθρωποι εκεί μας περιποιούνται και μας έχουν φτιάξει τραχανά. Σχεδόν 10 το πρωί, καθίζω κάτω, παίρνω και ψωμί, βάζω και λίγες πατάτες βραστές μέσα και αρχίζω να το τρώω σιγά σιγά, υπέροχος. Ενιωθα σαν να έτρωγα το ωραιότερο φαγητό που έχω φάει ποτέ. Τους ευχαριστούμε πάρα πολύ για όλη την περιποίηση που μας έκαναν αυτοί οι άνθρωποι, αυτοί οι ήρωες οι εθελοντές που είναι στη μέση του πουθενά για εμάς.
Μετά από λίγο ξεκινάει μια δύσκολη ανάβαση μου λένε. Το Ξερολάκκι, έτσι λέγεται, ένα μονοπάτι πολύ δύσκολο. Σε λίγο αντικρίζουμε μέσα στο μονοπάτι τον σκελετό ενός ζώου. Ισως τον χειμώνα δεν τα κατάφερε να ανέβει. Μετά από λίγο συναντάω ένα παιδί, τον Τάσο, και πάμε να ανεβούμε παρέα αυτήν τη δύσκολη ανηφόρα που για 6 χλμ. μαζεύεις 1200 υψομετρικά. Το καλό είναι ότι ήμασταν τυχεροί με τα σύννεφα, διότι θα είχαμε τον ήλιο πλάτη και θα ήταν πολύ δύσκολη ανάβαση.
Σιγά-σιγά και με υπομονή φτάνουμε στο Καταφύγιο Χρηστάκης. Σταματάω για τροφοδοσία, ακούω κάποιον εκεί που λέει ότι θέλει να εγκαταλείψει και τον ρωτάει ένας άλλος «κρυώνεις;». Οχι λέει, και εγώ από μέσα μου λέω ναι. Νιώθεις εξάντληση, τον ξαναρωτάει, όχι του λέει και εγώ ξανά από μέσα μου λέω ναι. Μια χαρά είσαι του λέει, μην εγκαταλείψεις.
Πεινάς, με ρωτάνε. Αν πεινάω λέει. Εχει σε αυτόν τον σταθμό καρπούζι και βλέπω και φέτα, και δίπλα αλάτι. Φέτα είχα να φάω πολύ καιρό. Πλακώνομαι στη φέτα και στα καρπούζια και σε συνδυασμό με το αλάτι γίνομαι τούρμπο (μόνο η παντόφλα Μπούφαλο μου έλειπε με το τρικό για να κάνω μία αναδρομή στο παρελθόν που τρώγαμε το καρπούζι με τη φέτα).
Αναστηλώνομαι. Βάζω και το αντιανεμικό και πάω προς το ύψωμα Σκολιό. Λίγο πριν φτάσουμε εκεί βλέπω άλογα. Περνάω από δίπλα τους. Ηταν υπέροχα, και όπως τα βλέπω, είχαν μείνει λίγα χιόνια και έτρεχαν στο χιόνι για να πιουν νερό. Να και ένα αλογάκι που φεύγει από τη μάνα του. Και αυτή φεύγει αλόγινα από την άλλη πλευρά να πάει να τον μαλώσει χλιμιντρίζοντας.
Μετά από λίγο βλέπω έναν σκύλο. Καλά λέω, τι δουλειά έχει εδώ πάνω σκύλος. Τι κάνει, χάθηκε; Πήγαινε μπροστά στο μονοπάτι αυτός, πίσω εγώ με ένα άλλο παιδί. Εντωμεταξύ, ήταν ένας σκύλος συμπαθητικός. Με μία περίεργη μουσούδα σκύλου, σαν τον Πλούτο του Μίκυ Μάους.
Εκείνη τη στιγμή κατηφορίζει και ένας ορειβάτης. Του μιλάμε και λέμε το σκυλί ίσως να χάθηκε. Γελάει ο άνθρωπος και λέει αυτός ο σκύλος είναι ορειβατικός σκύλος και οδηγός στα κοπάδια των ζώων εδώ. Για φαντάσου, λέω μέσα μου, αλλά πού να τα ξέρω αυτά εγώ, ακόμα είμαι ένα κουτάβι στον Ολυμπο.
Φτάνουμε στη μεγαλύτερη κορυφή, 9μ. κάτω από την ψηλότερη κορυφή της Ελλάδας. Βλέπω από κάτω και με πιάνει ένα δέος και τρέμουλο πώς θα κατέβω. Επικίνδυνο το έδαφος και αρχίζω να σκέφτομαι ότι καλύτερα θα ήταν να ξαναανέβω ανηφόρες παρά να κατέβω αυτές τις κατηφόρες. Ούτε με τον κώλο δεν τις πας. Και τρελό να φέρεις και του πεις κατέβα, θα σου πει ότι δεν είσαι καλά.
Βλέπω τους διασώστες πάνω στις κορυφές να περιμένουν όλους εμάς και τους θαυμάζω. Σκέφτεσαι από μέσα σου εάν γίνει κάτι πώς θα σε κατεβάσουν. Σιγά-σιγά με πολλή υπομονή κατεβαίνω κάτω και φτάνουμε Πριόνια, 14 χλμ. έμειναν. Λίγο μετά συναντάω και μια κοπέλα, τη Νικολέτα, πήγαινε με τον ίδιο ρυθμό πάνω κάτω. Από πού είσαι μου λέει, από τη Χίο της λέω. «Από Χίο; Ημουν Οινούσσες λόγω εργασίας το 2018 και έψαχνα να βρω κάποιον να τρέξει τα μονοπάτια, αλλά δεν τρεχάτε βουνά».
Ναι, τότε στον σύλλογο ήταν ελάχιστοι αυτοί που έτρεχαν βουνά, μετρημένοι στα δάχτυλα. Τις επόμενες χρονιές ήρθε η άνθιση των δρομέων του βουνού στη Χίο. Ηταν ραγδαία, βοήθησε και το λοκντάουν, που συμπληρώναμε το χαρτί ή στέλναμε μήνυμα 6 και τρέχαμε μέσα στους δρόμους και πάνω στα βουνά.
Κατηφορίζουμε πλέον και ακούω φωνές, τραγούδια και ανθρώπους να μιλάνε στο μικρόφωνο. Και ναι, περνάμε την τελευταία γέφυρα, χωματόδρομος, μπαίνουμε μέσα στο Λιτόχωρο. Λίγο πριν από τον τερματισμό των 71 χλμ. κόσμος χειροκροτάει και εμψυχώνει.
Λίγα μέτρα έμειναν. Εκείνη τη στιγμή γίνονται οι βραβεύσεις αθλητών και έχει μαζευτεί πολύς κόσμος. Η Παρασκευή μου ήταν εκεί, στον τερματισμό, και με περίμενε. Μια αγκαλιά της είναι το ωραιότερο μετάλλιο που μπορεί να σου δώσει αυτός ο αγώνας. Συγκινημένη με τα δάκρυα στα μάτια, πώς είσαι, μου λέει. Καλά απαντάω.
Aνεβαίνουμε πάνω στις κερκίδες, ακούω από τα μεγάφωνα ότι ο Μπάμπης πήρε την τρίτη θέση στις ηλικιακές κατηγορίες του Olympus Marathon. Μεγάλη συγκίνηση και περηφάνια που αθλητής της Χίου είναι στο βάθρο του Ολύμπου, και ακόμη 9 αθλητές από το νησί κατέβαλαν αυτήν την προσπάθεια.
Αντε, λέω και της Παρασκευής, την Κυριακή είναι ο δικός σου αγώνας, αλλά δεν θα μπορέσω να έρθω μαζί σου να τρέξω, το νύχι του αριστερού ποδιού με τις κατηφόρες μάλλον θα το χάσω και πονάω πολύ. Μου λέει δεν πειράζει, θα πάω μόνη μου.
Και όντως τα κατάφερε πάλι, το έκανε το θαύμα της η ηρωίδα μου, που πάντα τα καταφέρνει και με κάνει περήφανο στη ζωή μας και στην καθημερινότητά μας.