«Ελα Σάββα, σε πήρα να δω πώς είσαι. Σε είδα στην Ηρώδου Αττικού. Σου φώναξα, δεν ξέρω αν με άκουσες. Δεν ήξερα και τι να σου πω έτσι όπως σε είδα. Ησουν έτοιμος να πέσεις κάτω. Σαν να είχες παραμορφωθεί».
Το τηλεφώνημα το πρωί της Τρίτης του Γιώργου Ψαρογιάννη, που μου φτιάχνει τους αχίλλειους καμιά δεκαετία τώρα, είναι αρκετό για να περιγράψει τι συνέβη από τον Ευαγγελισμό και μετά.
Πριν από τον Ευαγγελισμό όλα πήγαιναν θαυμάσια. Μπήκα στην πιο μικρή σειρά για τα λεωφορεία, με πήρε λίγο ο ύπνος κατά τη διάρκεια του ταξιδιού στον Μαραθώνα, με συνοδεία μουσικής βέβαια, για να μην αποσπώμαι από προαυθεντικές πληροφορίες τύπου «θα το πάω στο 4.45», «ο Δημήτρης πού είναι, θα τρέξει; τι έπαθε;», «έκανα το Rout 100 miles πριν από τρεις εβδομάδες», και έφτασα νυσταγμένος μεν, ήρεμος δε στον χώρο της εκκίνησης.
Η προθέρμανση ήταν ιδανική, καθώς έλαβε χώρα σε ανεξερεύνητες, χωμάτινες, άδειες οδούς πλησίον του σταδίου, μακριά από τους 17.021+ δρομείς, ναι, έχω και αγοραφοβία.
Αν και δεν της το ‘χα, η αδιάβροχη σακούλα ήταν αρκετή για να καταπολεμήσει την παραδοσιακή δροσεράδα που παρουσιάζει ο ιστορικός τόπος κάθε πρωί που έχει Αυθεντικό.
Η εκκίνηση δόθηκε στην ώρα της και εγώ ξεχύθηκα στην άσφαλτο χαλαρός, πιάνοντας ένα οικείο και χωρίς βιασύνες τέμπο, δεν μας κυνηγάει και κανείς.
Οταν εγώ πήγαινα, η Γκλόρια ερχόταν, στον Τύμβο δηλαδή, και πίσω της ακολουθούσε η Ματίνα. Είδα και τα αγόρια, αλλά δεν τα πρόσεξα καλά, άκουσα μόνο κάποιον να λέει «πάμε Χριστόφορε», έχοντας προφανώς δει τον Μερούση, ο οποίος επανήλθε στον Αυθεντικό όμορφος και ωραίος.
Στη Νέα Μάκρη ήμουν ορεξάτος και άφησα ελάχιστες παιδικές παλάμες ανικανοποίητες, ενώ τις ανηφόρες συνηθίζω να τις απολαμβάνω, μου αρέσει η δράση. Στην κατηφόρα αντιθέτως σκέφτηκα ξανά «καλά είναι, ας ισιώσει τώρα», διότι γνωρίζω από παλιά ότι την έχουν βάλει εκεί, στο 17ο, για να μας εξαπατήσουν και να πέσουμε στη λούμπα.
Εμείς όμως είμαστε έμπειροι και αποφεύγουμε επιδέξια κάθε συμπαιγνία του Αυθεντικού προς το πρόσωπό μας, διότι ο Σταυρός είναι εκεί, στο 31ο, και σε περιμένει να σου πει ‘τι έγινε μικρούλη, κλαίμε’;
Οχι μόνο δεν κλαίμε κύριε Σταυρέ, αλλά σε τρέχουμε στην ανηφόρα και μπαίνουμε στο τελευταίο ύπουλο κομμάτι καμαρωτοί, με τα αλλεπάλληλα νερά στο κεφάλι και τα ανεκτίμητα χαρίμπο να μας κρατούν ζωντανούς για τη μεγάλη τελική ευθεία της Ηρώδου.
Τα αλλεπάλληλα αυτά νερά, σε συνδυασμό με τον ευδιάθετο το κυριακάτικο αυτό πρωινό άνεμο πρέπει να ήταν εκείνα που οδήγησαν κάπου στη Φειδιππίδου το κεφάλι μου να καρφωθεί στη ρίζα του τράχηλου, αφήνοντάς με παράλυτο από τον λαιμό και πάνω.
Η σαφής δυσλειτουργία του κεφαλιού να κινηθεί, εκτός από σουβλερό πόνο, επέφερε και τον ισοδύναμο ψυχολογικό πανικό, με απλές πλην αγωνιώδεις σκέψεις, όπως «δεν γίνεται να μην μπορώ να σκύψω το κεφάλι μου». Μα κάθε φορά που προσπαθούσα, αυτό με πήγαινε προς τα πίσω.
Ενενήντα εννέα στους 100 κατασκευαστές μαραθωνοδρόμων θα συνιστούσαν απάνθρωπη την επιμονή μου να συμμετάσχω και στο 5άρι 16 ώρες πριν από την εκκίνηση του μαραθωνίου, πηγαίνοντας μάλιστα με pace καλύτερο από 8229 συνοδοιπόρους μου, και αυτή θα έλεγε κανείς ότι ήταν η αιτία που εκτός της νέκρωσης του άνω τμήματος, διακόπηκε έξω από τον Ευαγγελισμό και η ομαλή λειτουργία των κάτω άκρων.
Το να θέλεις να δώσεις στην Ηρώδου Αττικού και να μην μπορείς είναι το πιο οδυνηρό πράγμα που έχω βιώσει στη μακρά και διακεκριμένη ερασιτεχνική μου καριέρα, ισάξιο με το επαναλαμβανόμενο όνειρο που βλέπω όταν κοιμάμαι, αυτό που ξεκινάει ο μαραθώνιος και δεν μπορώ να δέσω τα κορδόνια μου – true story.
Συνειδητοποιώντας ότι με χτύπησε για πάντα μια σπάνιας μορφής παράλυση, και με τα πόδια μου να έχουν γίνει πέτρες, η επικοινωνία άρχισε να χάνεται. Δεν έβλεπα καν τον κόσμο της Ηρώδου, ήμουν κάπου σε ένα παράλληλο ηρωδικό σύμπαν και αιωρούμουν χωρίς βαρύτητα.
Ανάμεσα στους δρομείς που με προσπέρασαν κατά δεκάδες στην ατελείωτη κατηφορική τελική ευθεία, με αναγνώρισαν δύο. Ο λόγος που τους αναγνώρισα και εγώ ήταν ότι μου χτύπησαν την πλάτη, ασυνήθιστα, με λύπηση και συμπόνοια, με έκφραση ανήσυχη. Πρέπει να αντίκρισαν κάτι τρομερό και σκοπεύω να τους ρωτήσω σύντομα.
Η είσοδος στο μαύρο ταρτάν δεν αφύπνισε κανένα από τα γνωστά ίχνη ψυχής και δύναμης των μαραθωνοδρόμων, προφανώς διότι αμφότερα είναι κατώτερα νευροκαβαλικεμάτων και περαιτέρω μυικών συστολών, και το ταλαίπωρο πέρασμά μου από τον ηλεκτρονικό τάπητα με βρήκε όρθιο να κοιτώ χωρίς χαμόγελο ή δυσφορία τις κυρίες του Ερυθρού Σταυρού και αυτές να κοιτούν εμένα. Πρώτα μίλησαν αυτές.
– «Θέλετε να έρθετε μέσα;».
– «Οχι».
– «Θέλετε να καθίσετε;»
– «Οχι»
– «Θέλετε νερό;»
– «Ναι»
Το νερό το ήπια μονορούφι, ενώ το προσφερόμενο από τον αμήχανο Ερυθρό Σταυρό σελοφάν, με τα χέρια μου έγκλειστα μέσα, έμειναν στην ίδια στάση για κάνα εικοσάλεπτο, μέχρι να μετακινηθούν για να αγκαλιάσουν τους αγαπημένους μου δρομείς που τερμάτιζαν.
Αν ο κύριος που μπήκε τελευταίος στο Στάδιο στις 18:02 δεν βρήκε σακούλα ανεφοδιασμού, είναι διότι εγώ πήρα δύο, αν και η διπλή δόση ισοτονικού και μπανάνας δεν κατάφεραν να μειώσουν το τρέμουλο που με συνόδεψε μέχρι το τελευταίο -σιγά μην ήταν πρώτο- καμιόνι ιματισμού όπου βρίσκονταν επιτέλους τα στεγνά μου ρουχαλάκια.
«Ηρέμησε λίγο. Θα τα βρεις μπροστά σου αυτά», συνέχισε ο εγκάρδιος φυσικοθεραπευτής στο πρωινό του τηλεφώνημα και κλείσαμε τις συσκευές μας πεπεισμένοι και οι δύο ότι τα λόγια του θα μείνουν για πάντα αναξιοποίητα.