Στο ότι για πρώτη φορά στα χρονικά κοιμήθηκα στις 22:30 πριν από μαραθώνιο, βοήθησε το ότι είχα περπατήσει 17 χιλιόμετρα το Σάββατο – δεν μπορούσα να αποχωριστώ το Εξπο.
Παραδέχομαι ότι για ελάττωση του όποιου άγχους είχα ενημερώσει να μου τηλεφωνήσουν σε περίπτωση που δεν άκουγα το ξυπνητήρι στις 04:30. Τελικά άνοιξα τα μάτια στις 04:15, φρέσκος και ωραίος. Μπανάνα, φρυγανιές με μέλι, νερό να σβήσω, και ξεχύνομαι χαλαρός στον δρόμο για τον ΗΣΑΠ Νέας Ιωνίας.
Η επιστροφή στο σπίτι μετά από 300 μέτρα για να πάρω τα ακουστικά που είχα ετοιμάσει από χτες δεν χάλασε το καλό κλίμα, υπήρχε χρόνος. Η επιστροφή στο σπίτι μετά από άλλα 200 μέτρα, για να βρω τα γάντια που φορούσα την πρώτη φορά, άρχισε να προκαλεί εκνευρισμό στην ατμόσφαιρα, αλλά απλώς κάποιος τα είχε σκορπίσει καταμεσής του δρόμου, το ένα με διαφορά εκατό μέτρων από το άλλο.
Baila, Baila Morena, Sotto Questa Luna Piena, «Χόρεψε, χόρεψε Μορενά, κάτω από την πανσέληνο», ήταν το τραγούδι μου στη φετινή διαδρομή προς το Σύνταγμα. Τι τραγουδάρα έγραψες ρε Τσούκερο, πηγαίντε με στον Μαραθώνα να ξεκινήσω.
Θα χρειαστεί να το ξανακούσω μέσα στο λεωφορείο για τον Μαραθώνα, καθώς οι άγνωστοι συναθλητές μου μιλούν ασταμάτητα, 6μιση η ώρα το πρωί, πάνω που ξημερώνει. Τι ενθουσιασμός είναι αυτός ρε παιδιά.
Ο δρόμος προς τα καμιόνια για την παράδοση ρουχισμού είναι πήχτρα, τι θα γίνει τα επόμενα χρόνια που θα ξεκινούν 40000 δρομείς. Γκρουπ 3, με την εκ Χίου Μαρία Μονιώδη. Μαζί μεταφέραμε τη δάδα στη Νέα Μονή τον Σεπτέμβριο στη λαμπαδηδρομία για τις Σφαγές της Χίου. Είναι η δεύτερη φορά που τη βλέπω. Ξεκινάμε μαζί τον αγώνα που αναμένουμε μήνες.
Πρώτα διακόσια μέτρα, και οι μπροστά πάνε αργά. Αρχίζω ελιγμούς. Είπαμε να ξεκινήσουμε αργά, αλλά μην το παρακάνουμε. Η Μαρία ακολουθεί -λες να το πάμε μαζί- αλλά στα 2 χλμ. πιάνει τον δικό της ρυθμό. Φτάνω μόνος στον Τύμβο, δεν τη βλέπω πια. Είχα ενημερώσει για την τακτική μου, αργά το πρώτο μισό. Νέα Μάκρη, Ραφήνα, 17ο και η κατηφόρα με δυσκολεύει. Δεν τη θέλω, με παρασύρει. Οι ανηφόρες ξεκινούν. Εχω σταθερό ρυθμό, το συμβούλεψε και ο Θεοδωρακάκος.
Γέρακας, 28ο, η Μαρία με τα κίτρινα μπροστά, τι χαρά! Τα ηχεία βαράνε υπερβολικά, δεν μπορούμε να μιλήσουμε, προσπερνάω, «Είσαι καλά; Θέλεις νερό»; – «Μια χαρά, πήγαινε».
Μετρό Χολαργού, 36ο, παίρνω σοκολάτα και νερό από τον Νίκο που με περιμένει. Τελευταία φορά που τον είδα ήταν πέρσι. Στο ίδιο σημείο. «Σε περιμένει ο Νίκος στον Δρομέα», μου λέει. Θα είναι ο δεύτερος Νίκος, στο 40ό, για σοκοφρέτα. Μιλάμε για ιεροτελεστία, όχι αστεία. Αν έχουμε πεινάσει και αν έχουμε πεινάσει στο τελευταίο οκτάρι.
Φειδιππίδου, κράτα, ανέβα την ανηφόρα, το τέλος είναι κοντά. Βγαίνω Βασιλίσσης Σοφίας, εντάξει, αυτά τα τρία τελευταία θα είναι βασανιστικά. Αναπνοές πίσω μου, γυναικείες. «Πάμε Σάββα». – «Ωχ, ήρθες!». Η Μαρία αναγεννήθηκε και είναι ξανά κοντά μας. Δεν λέμε τίποτα, και τι να πεις στο 39ο, ξεκινούμε δίπλα δίπλα, με ρυθμό λες και μόλις αρχίσαμε προπόνηση. Μα τι αντοχές έχει αυτή η κοπέλα. Πώς γίνεται;
«Σάββα! Πάμε» από τον Νίκο Νο.2 στο ύψος του Δρομέα, μου δίνει τη σοκοφρέτα μου, και η Χιώτισσα φίλη μου πάει ακόμη πιο γρήγορα, κοιτάζοντας όλο και συχνότερα το ρολόι της. «Τι θέλει να κάνει;» Στρίβει την Ηρώδου Αττικού. Τα έχω φτύσει. Πρώτη φορά που δεν μπορώ να ευχαριστηθώ την Ηρώδου Αττικού, διότι έχω πάει σφαίρα στα δύο προηγούμενα.
Μπαίνουμε στάδιο. Ανοίγω ξανά, όπως κάθε φορά, δεν αντιστέκεσαι στο ταχύτατο μαύρο ταρτάν που οδηγεί στην αψίδα. Τερματισμός. Επιτέλους. Δίπλα μου η Μαρία. Αγκαλιαζόμαστε. Βλέπω άσπρες πεταλούδες. Τι ήταν αυτό; 3:28:32. Εντάξει, δεν γίνονται αυτά. Τι αντοχή κρύβουμε μέσα μας.
Περπατάω προς το μετάλλιο τρώγοντας τη λάκτα μου. Την κρατούσα από το 36ο, τη λαχταρούσα από το 40ό: «Να τερματίσω να την καταβροχθίσω». Την καταβρόχθισα.
Οπως και πέρσι, το καμιόνι μου είναι τελευταίο στη σειρά, πρέπει να φτάσω σχεδόν Πλάκα για να πάρω την τσάντα μου. Εντάξει, μην γκρινιάζεις, κάποιο φορτηγό αναγκαστικά θα ήταν τελευταίο. Αλλά δεν γίνεται να είναι το δικό μου.
Πίσω στο Καλλιμάρμαρο. Μητέρα. Ανιψάκι. Αγκαλιές. Ηλιος. Μπανάνα. Μπισκότο. Μπάρα. Τερματισμοί. Εφαρμογή να βρω τους δικούς μου. Ξανά μπανάνα. Οχι αυτήν που τρώμε. Κινούμενη: «Ενα δυνατό χειροκρότημα για μια μπανάνα που πλησιάζει τον τερματισμό»!
Κατεβαίνω στην τάφρο, χειροκροτώ, φωτογραφίζω. Η Σακοράφα εκεί, όρθια, να τους υποδέχεται όλους.
Η δρομέας που μάζεψε τα κομμάτια μου στο Μέγαρο Μουσικής και τα συναρμολόγησε δημιουργώντας μια ξεκούραστη μηχανή βημάτων, οδηγώντας την σε έναν απαράμιλλο τερματισμό, είναι ξανά δίπλα μου, θέλει να δει κάθε τερματισμό. Της εκμυστηρεύτηκα την εμμονή μου να τους περιμένω όλους, είχε περιέργεια, φαίνεται να της αρέσει. Και σε ποιον δεν αρέσει.
Ο Στέλιος Πρασσάς είναι «μηδενικός» στην εφαρμογή, αλλά ξέρω ότι ξεκίνησε, άκουσα να τον χαιρετάνε στο 2ο χλμ. Ανεβαίνουμε περπατώντας την Ηρώδου, στρίβουμε Βασιλίσσης, φτάνουμε Ρηγίλλης, να ‘τος! Με βοήθεια δύο ανθρώπων, περπατάει κουρασμένος πλην χαμογελαστός προς το τελευταίο χιλιόμετρο. Μπαίνουμε ξανά Ηρώδου. Σειρήνες περιπολικών και μοτοσυκλετών μπροστά από τον 91χρονο δρομέα, τον τελευταίο δρομέα του μαραθωνίου, ομοίως και πίσω του. «Αυτό δεν έχει ξαναγίνει», τρολάρει χαμογελώντας με πλήρη διαύγεια ο Στέλιος!
Μπαίνει στον στίβο, πέντε το απόγευμα, έχει σκοτεινιάσει. Τον παίρνουν τα δύο εγγόνια του, όπως κάθε χρόνο, για τα τελευταία εκατό μέτρα. Τερματίζει. Τι συγκίνηση. Βουρκώνω. Τι φανταστική μέρα. Είμαι μέσα στο Καλλιμάρμαρο, έχω τερματίσει τον μαραθώνιο, και υποδέχομαι τον τελευταίο δρομέα. Τι υπέροχη μέρα. Τι ευτυχία.
Διαβάστε ακόμα:
Οι συντάκτες του iRun στον 39ο Αυθεντικό Μαραθώνιο: Χαρά Λειβαδίτη!
Αντόν και Φιζ έτρεξαν στην Αθήνα 25 χρόνια μετά τη νίκη τους
Μαρία Κάσσου: «Μοναδική εμπειρία να τερματίζεις στο Καλλιμάρμαρο»